Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η θλίψη και η οργή...

Ήταν, μια φορά κι έναν καιρό, μια πανέμορφη λίμνη...


Μια λίμνη με νερά κρυστάλλινα και καθαρά, όπου κολυμπούσαν ψάρια όλων των χρωμάτων κι όλες οι αποχρώσεις των χρωμάτων λαμπύριζαν διαρκώς… 


Ως εκείνη τη μαγική και διάφανη λίμνη, έφτασαν η θλίψη και η οργή για να κάνουν μπάνιο παρέα. 
Και οι δυο έβγαλαν τα ρούχα τους και γυμνές, 
μπήκαν στη λίμνη.


Η οργή, που βιαζόταν (όπως συμβαίνει πάντα στην οργή χωρίς να ξέρει γιατί), έκανε μπάνιο στα γρήγορα κι ακόμα πιο γρήγορα βγήκε από το νερό.  
Αλλά  η οργή είναι τυφλή ή – τέλος πάντων – δεν βλέπει ξεκάθαρα την πραγματικότητα. Ετσι, γυμνή και καθαρή, φόρεσε βγαίνοντας από το νερό το πρώτο ρούχο που βρήκε…




Και συνέβη εκείνο το ρούχο να μην είναι δικό της αλλά της θλίψης…

Κι έτσι, ντυμένη θλίψη, η οργή έφυγε.

Πολύ ήρεμη, πολύ γαλήνια, διατεθειμένη όπως πάντα να παραμείνει σε όποιο μέρος βρίσκεται, 
η θλίψη τελείωσε το μπάνιο της και, χωρίς καμιά βιασύνη 
– ή μάλλον χωρίς συνείδηση του χρόνου που περνάει – 
τεμπέλικα και αργά, βγήκε από τη λίμνη.


Στην όχθη συνειδητοποίησε ότι τα ρούχα της δεν ήταν εκεί.

Οπως όλοι ξέρουμε, αν υπάρχει κάτι που δεν αρέσει στη θλίψη είναι να μένει γυμνή. 

Ετσι, φόρεσε το μοναδικό ρούχο που υπήρχε δίπλα στη λίμνη: 
το φόρεμα της οργής.



Λένε ότι από τότε, πολλές φορές συναντάμε την οργή τυφλή, σκληρή, τρομερή και θυμωμένη. 
Αλλά, αν σταματήσουμε για λίγο και κοιτάξουμε καλύτερα, 
καταλαβαίνουμε ότι αυτή η οργή που βλέπουμε
είναι μόνο μια μεταμφίεση 
κι ότι πίσω από την όψη της οργής 
στην πραγματικότητα κρύβεται η θλίψη.




Χόρχε Μπουκάϊ,  Ιστορίες για να σκεφτείς 
 (εκδόσεις  Οπερα, 1997)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

''Μαντινάδα είναι η κραυγή που αφήνει μια ψυχή αρρενωπή, αλλά εξαιρετικά ευαίσθητη: Η Κρητική Ψυχή. '' ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

΄Ο,τι γραφτεί μες την ψυχή, καλό - κακό, δε σβήνει και έχει το χέρι του γραφιά, για πάντα, την ευθύνη... Μήτσος Σταυρακάκης Βάλε νερό στ΄τσι χούφτες σου κι όσο θα δεις να μείνει είναι οι χαρές που αλάργω σου εδά η ζωή μου δίνει. Ποτέ μην πάρεις δανεικά φτερά για να πετάξεις, με τα δικά σου να πετάς κι όποτε, κι όπου φτασεις... Αν βρω τ΄αθάνατο νερό δεν πίνω κι ας πεθάνω άμα δε βρεις να πιεις και συ ήντα θα ζω να κάνω... Στην αγκαλιά μου έζησες το κάθε όνειρο σου και ΄καμα ένα και πονώ που το κρατείς δικό σου... Πάντοτε σβήνει ένα κερί στον άνεμο αφημένο κι ευθύνη έχει απού ΄πρεπε να το κρατά αναμμένο... Φτερούγες κάνει η σκέψη μου κι απάνω σου τσ΄απλώνει, να σου σκεπάζει το κορμί, φως μου, να μην κρυώνει... Σπόρους του γιασεμιού θα βρω στη σκέψη να φυτέψω, να κάμω γλάστρα την καρδιά λουλούδι να σου μπέψω. Αφού δεν είναι δυνατό κοντά σου να σιμώσω, ενός ονείρου θα΄κλουθώ, να΄ρθω να σ΄αναταμώσω. Ήθελα να΄μαι θάλασσα και συ από πάνω

Στίχοι ποιημάτων - τραγουδιών

Πάτησα την πέτρα που πάτησες Κάθισα στην πέτρα που κάθησες Ήπια νερό από την πηγή που ήπιες Κι όμως δε σε χόρτασα Στη δυστυχία ευτυχής Στη λάμψη της σελήνης τ΄απόβραδο έσβηνε το φως στην καινούρια μέρα που κανείς δεν ξέρει τι θα μας φέρει. Ποιος άραγε μπορεί να μας το πει αυτό; Γι΄αυτό προς τα πίσω ποτέ μην κοιτάζεις, ό,τι έγινε λέγε έχει καλώς, κοίταζε μπροστά και προχώρα και μέχρι αύριο έχει ο Θεός. Εξάλλου, τίποτα συ δεν μπορείς ν΄αλλάξεις. Κάποιος άλλος τα κανονίζει όλ΄αυτά. Σου γράφει, σου σβήνει, σου τα δίνει όλα ή τα πάντα σου παίρνει σε λίγα λεπτά. Γι΄αυτό μην ψάχνεις να βρεις εξηγήσεις, δεν υπάρχει εδώ λογική. Μόνο πρέπει να ξέρεις ότι δεν είσαι μόνος σ΄αυτήν την πλάση, υπάρχουν κι άλλοι πολλοί, που πιο δυστυχείς από σένα είναι κι αν τους γνωρίσεις, τρομάζεις. Και τότε "Μες στη Δυστυχία σου αισθάνεσαι Ευτυχής". Περιέχονται στο βιβλίο ποιημάτων ΄΄Η Σιωπή του Λόγου΄΄ του Βαγγέλη Κιαγιαδάκη (Φτερόλακα). Ρέθυμνο, 2004. Πέτρα ο Λόγος Πολλές φορές σκληρός σαν πέτρα, ανελέ

Καλήν εσπέραν άρχοντες...

«Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη θείαν γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας. Χριστός γεννιέται σήμερον εν Βηθλεέμ την πόλη, Οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρετ’ η φύσις όλη, Κυρά καμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα Απού τον έχεις τον υγιό, τον μοσχοκανακάρη. Λούζεις τον και χτενίζεις τον και στο σκολειό τον πέμπεις Κι ο δάσκαλος τον έδειρε μ’ ένα χρυσό βεργάλι Και η κυρά δασκάλισσα με το μαργαριτάρι. Είπαμε δα για την κερά, ας πούμε για τη Βάγια. Άψε Βαγίτσα το κερί, άψε και το λυχνάρι Και κάτσε και ντουχιούντηζε ήντα θα μας εβγάλεις Γι απάκι, για λουκάνικο, για χοιρινό κομμάτι Κι από τον πύρο του βουτσού να πιούμε μια γιομάτη Κι από την μαύρη όρνιθα κανένα αυγουλάκι Κι από το πιθαράκι σου ένα κουρούπι λάδι Κι αν είναι κι απο πλιάτερο, βαστούμε και τ’ ασκάκι Φέρε πανιέρι κάστανα, πανιέρι λεπτοκάρυα Και φέρε και γλυκό κρασί να πιούν τα παλληκάρια Κι αν είναι με το θέλημα, άσπρη μου περιστέρα, Ανοίξετε την πόρτα σας, να πούμε καλησπέρα Κι ακόμα δεν τον